γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
плѧсьць — ПЛѦСЬЦ|Ь (7*), А с. Плясун, танцовщик: iли игрищемъ старѣишина… iли свирець… iли плѧсець… или прѣстануть ѿ таковыхъ. аще лi же ни да ѿвергуть(с). (τοῖς σκηνικοῖς καὶ μίμοις) КР 1284, 51а; всѧкъ же съгрѣша˫аи и ка˫асѧ. при˫атъ да бѹде||ть. въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
συνέμπορος — ὁ, ἡ, Α 1. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης 2. μτφ. α) καθετί που συνοδεύει κάτι άλλο και είναι συνδεδεμένο με αυτό («λύπη δ ἄμισθος ἐστί σοι ξυνέμπορος», Αισχύλ.) β) αυτός που μετέχει σε κάτι («θεὸν... τὸν ξυνέμπορον τῆσδε τῆς χορείας», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek